πρωτόγεννος

πρωτόγεννος
-η, -ο, Ν
[πρωτογεννῶ]
1. αυτός που γεννά για πρώτη φορά
2. το θηλ. ως ουσ. η πρωτόγεννη
θηλυκό θηλαστικό που γεννάει για πρώτη φορά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρωτόγεννος — η, ο αυτός που γεννά για πρώτη φορά: Πρωτόγεννη γυναίκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωτοτόκος — ο / πρωτοτόκος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πρατοτόκος, ον, Α (για γυναίκες αλλά και θηλυκά ζώα) αυτός που γεννά για πρώτη φορά, ο πρωτόγεννος. επίρρ... πρωτοτόκως Μ με τον πρώτο τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + τόκος (< τόκος < τίκτω). Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”